διηγούμαι — διηγούμαι, διηγήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. διηγιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… … Dictionary of Greek
διηγοῦμαι — διηγέομαι set out in detail pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διηγέομαι set out in detail pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκτραγωδώ — διηγούμαι ή παρουσιάζω δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εντυπωσιάσω και να συγκινήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκτραγῳδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αντιδιηγούμαι — ἀντιδιηγοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. διηγούμαι κάτι διαφορετικά από κάποιον άλλο 2. διηγούμαι κι εγώ με τη σειρά μου … Dictionary of Greek
καταλέγω — (I) καταλέγω (Α) βλ. καταλέχομαι. (II) (AM καταλέγω) κατατάσσω κάποιον με άλλους, συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ, καταγράφω κάποιον μσν. 1. περιγράφω 2. λέω τραγούδι 3. (αμτβ.) διηγούμαι μσν. αρχ. 1. διηγούμαι κάτι, ιστορώ 2. κατηγορώ… … Dictionary of Greek
κατατραγωδώ — κατατραγῳδῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού τραγουδώ) 1. διηγούμαι με τρόπο τραγικό, περιγράφω κάτι με υπερβολές, όπως σε τραγωδία 2. εκφράζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τραγῳδῶ «διηγούμαι με τραγικό τρόπο»] … Dictionary of Greek
καταφράζω — (Α) 1. διηγούμαι, αφηγούμαι 2. (παθ. και μέσ.) καταφράζομαι σκέπτομαι 3. παρατηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φράζω «λέγω, διηγούμαι»] … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
μυθολογεύω — (Α) 1. διηγούμαι διεξοδικώς μια ιστορία 2. (γενικά) διηγούμαι, λέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μυθολογώ < μυθολόγος + κατάλ. εύω για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek